- σμηνίον
- σμην-ίον, τό, Dim. of σμῆνος, Dsc.2.84.II = ἡ πρόπολις, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμηνίον — τὸ, Α [σμήνος] 1. υποκορ. τού σμήνος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρόπολις» … Dictionary of Greek
σμηνίῳ — σμηνίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηνίων — σμη̱νίων , σμῆνος beehive neut gen pl (doric) σμηνίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)